φοινικοδακτυλος

φοινικοδακτυλος
    φοινικοδάκτυλος
    φοινῑκο-δάκτῠλος
    2
    багряноперстый Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φοινικοδακτυλος" в других словарях:

  • φοινικοδάκτυλος — φοινῑκοδάκτυλος , φοινικοδάκτυλος crimson fingered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικοδάκτυλος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ῥοδο δάκτυλος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»